υστερισμός

υστερισμός
ο истерия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υστερισμός" в других словарях:

  • υστερισμός — ο, Ν ιατρ. υστερία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστερία + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • υστερισμός — ο υστερία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υστερικισμός — ο, Ν ιατρ. ελαφράς μορφής υστερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστερικός + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • υστερία — η νεύρωση που εκδηλώνεται με παροδικές διαταραχές της διάνοιας, της ευαισθησίας και της κίνησης, ο υστερισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»